Δευτέρα 1 Νοεμβρίου 2010

Τα τρία τουλουμπάκια

Πάνε τρεις μήνες που έφυγε από κοντά μας ο πατέρας. Κάθε Σάββατο τον επισκεπτόμαστε στην κατοικία του. Καθήκον και επιθυμία με θέληση. Μας βλέπουν οι επισκέπτες να κουβαλάμε γλάστρες και λουλούδια. Δύο φιγούρες μάνα και κόρη, κουρασμένες, χωρίς διάθεση. Η μια στα μαύρα, η άλλη στα σκούρα. 
Σήμερα όμως μας περίμενε ξάφνιασμα. Ένα μπολ πλαστικό, μικρό με τρία τουλουμπάκια, αφημένα στο άσπρο μάρμαρο. Απορία ... Μα τι είναι τούτο; Μπας και το ξέχασε κανείς; Λάφυρο από κέρασμα; Περίεργο θέαμα! Είχα δει χοές με κρασί. Φυσικό και να αφήνουν σιτάρι, κεριά, αλλά γλυκά; 
Κοιτάξαμε αριστερά, δεξιά. Καμία ένδειξη από πρόσωπο που τα άφησε. 
Αρχίσαμε να συζητάμε φτιάχνοντας σενάρια στο μυαλό μας. Αποδώσαμε την ευθύνη σε συγγενή ή γνωστό που επισκέφτηκε τον άνθρωπό μας ... Ονοματίζαμε τον αφηρημένο. Το δίχως άλλο θα ήταν μέρος του πρωϊνού του γεύματος μα ξέμειναν εδώ. Βάλαμε με το νου μας να ρωτήσουμε με την πρώτη ευκαιρία. Πάντως μου φάνηκε τρυφερή σκέψη. Καλή ψυχή είναι. Μάλλον γυναίκα ...
Συνεχίσαμε σιωπηλές να φυτεύουμε τις τριανταφυλλιές παρέα με το βασιλικό και τα λεμονο-κυπάρισσα.  
Η μάνα ξέσπασε με ένα βαρύ βογγητό από μέσα της. Εγώ θα το πετάξω! Άκου τουλουμπάκια; Μα πού βρίσκονται; Για ζαχαροπλαστείο το πέρασαν; Κάνει μια και το εξαφανίζει!
Άφωνη παρατηρώ την πορεία του αντικειμένου, χωρίς να βγάζω άχνα. Ίσως και να είχε δίκιο. Δεν μου έπεφτε λόγος. Άντρας της ήταν, έπραξε καταπώς νόμιζε.
 Την άρπαξα να επιστρέψουμε για να αποφύγουμε έκρηξη από πόνο και θλίψη. Χαιρετηθήκαμε με την ευχή να βρεθούμε ξανά το απόγευμα. Εκείνη έστριψε τη γωνία σκεπτική και ενοχλημένη. Έμεινα να κοιτάζω προσπαθώντας να βρω λύση στο αίνιγμα, χωρίς αποτέλεσμα.
Την ώρα του φαγητού χτύπησε το τηλέφωνο. Άκουσα τη δική μου κόρη να γελά και να με φωνάζει. Πήρα θάρρος! Θα είναι για καλό μας. Η μάνα μου ξεψυχισμένη, κλαμένη να μου ανακοινώνει ότι ανακάλυψε τον αίτιο. Ποιος θα το πίστευε; Ο ευγενικός ηλικιωμένος, χήρος, σύζυγος "της γειτόνισσας" του μπαμπά στη νέα του κατοικία. Με δυσκολία συγκρατούσα τα μειδιάματα μου μόνο που μου αφηγούνταν τη στιχομυθία μεταξύ τους.
"Να είναι γλυκιά η μέρα σου, όπως και τα τουλουμπάκια που σου κέρασα, της ευχήθηκε. Γλυκιά και η ζωή σου, που θα περάσουμε μαζί μέχρι τα βαθιά μας γεράματα." Να απορεί και να εξίσταται η μάνα μου. Επικαλέστηκε ακόμα μια φορά τον χαμό του άντρα της, την αξιοπρέπεια της, ακόμα και τους άγραφους νόμους. Ο ίδιος αμετάπειστος, συνέχιζε την ερωτική επίθεση στολίζοντας την με κοσμητικά επίθετα.Παλάβωσε ο γεράκος! Από τη μια η μοναξιά, από την άλλη η προοπτική της συντροφιάς. Άδραξε την περίπτωση. "Ο θάνατος μας ενώνει, το καταλαβαίνεις; Είναι γραφτό για μας τους δυο!"
Αντίρρηση και φόβος παιδεύουν την ταλαιπωρημένη γυναίκα. Μονολογεί "που έμπλεξα; Εγώ μια τίμια σύζυγος που ποτέ δεν έδωσα δικαιώματα να με διασύρουν μπροστά στο στεφάνι μου; " 
Οι εξελίξεις σοβάρεψαν! Ποια η δική μου θέση; Πατέρας ήταν καλός και αλησμόνητος. Όλα θεωρούσα ότι τα είχα δει μα αυτό ποτέ! Γαλήνεψα τη μάνα μου με παραινέσεις και ζήτησα παρηγοριά στη Μαρία εξιστορώντας τα καθέκαστα. Η ίδια πιο έμπειρη και κατασταλαγμένη το μόνο που παρατήρησε ήταν " φιλενάδα, η μάνα σου πιο εύκολα θα βρει σύντροφο από σένα!" λιγωμένη στα γέλια!